Χτισμένη σε υψόμετρο 1.200 μέτρων, η Δημοτική Ενότητα Λιβαδίων είναι ένα από τα ορεινότερα χωριά του δήμου Παιονίας και ξεχωρίζει για τη φυσική του ομορφιά και το δροσερό του κλίμα.
Η Τοπική Κοινότητα Λιβάδι είναι γνωστή και ως Μεγάλο Λιβάδι, ενώ μέχρι το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θεωρούνταν ένα από τα μεγαλύτερα βλαχοχώρια της Μακεδονίας. Οι πρώτοι κάτοικοι του ορεινού χωριού ήταν Βλάχοι και προέρχονταν από χωριά της Πίνδου, τα οποία πλήττονταν από τις επιθέσεις Τουρκαλβανών και από τον Οθωμανικό ζυγό. Το 1760 εγκαταστάθηκαν στη θέση «Πάσσιανα» ή «Καλύβια του Μπέλλη» (εκεί όπου αργότερα δημιουργήθηκε ο οικισμός Μικρά Λιβάδια), κάτοικοι του χωριού Γράμμοστα από το όρος Γράμμος. Αργότερα φτάνουν στην περιοχή Βλάχικα φύλλα από άλλα χωριά της Πίνδου και δημιουργούν τον οικισμό Λιβάδια, χωρισμένο σε περιοχές ανάλογα με τον τόπο καταγωγής τους (Μισσιάκανι, Γραμμουστιάνλι, Πιρβουλιάτε).
Οι πατριαρχικές οικογένειες των Βλάχων, τα «φαλκάρια» όπως ονομάζονταν, μεταφέρθηκαν στα Λιβάδια με σχεδόν όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία, τα οποία αντιστοιχούσαν σε ζωικό κεφάλαιο, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στα Λιβάδια ένας εύρωστος κτηνοτροφικός και γεωργικός (καλλιέργεια πατάτας) οικισμός. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1889 ο αυστριακός περιηγητής Weigand σημείωσε ότι στην περιοχή υπάρχουν 400 σπίτια και διαβιούν 2.000 κάτοικοι. Τα Λιβάδια αποτελούσαν το οικονομικό κέντρο των γύρω βλαχόφωνων χωριών των Μογλενών (Αρχάγγελος, Κούπα, Σκρα, Κάρπη, Χούμα). Η απογραφή του 1913 ανέβασε τον πληθυσμό τους στους 4.000 κατοίκους και κατέταξε τον τότε οικισμό στον ένατο μεγαλύτερο της Κεντρικής Μακεδονίας.
Ο ορεινός οικισμός των Λιβαδιών συμμετείχε ενεργά στο Μακεδονικό Αγώνα και στην αγώνα κατά των Γερμανών κατακτητών, οι οποίοι το 1944 κατέστρεψαν ολοσχερώς το χωριό, με αποτέλεσμα να διασκορπιστεί ο πληθυσμός τους στις γύρω πεδινότερες περιοχές του Κιλκίς, της Πέλλας και της Θεσσαλονίκης. Σήμερα οι κάτοικοι του χωριού απασχολούνται κυρίως στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας, ενώ τα Λιβάδια αποτελούν φημισμένο τουριστικό προορισμό λόγω του ιδιαίτερου φυσικού τους κάλλους και των ευνοϊκών κλιματολογικών συνθηκών της περιοχής.